Η υδατοκαλλιέργεια και πιο συγκεκριμένα η ιχθυοκαλλιέργεια, αποτελεί σήμερα το δυναμικότερα αναπτυσσόμενο κλάδο ζωικής παραγωγής προϊόντων διατροφής. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (FAO) και της Παγκόσμιας Τράπεζας μέχρι το 2030 πάνω από το 65% των αλιευτικών προϊόντων θα προέρχεται από την υδατοκαλλιέργεια.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση παράγεται το 2,8 % της παγκόσμιας παραγωγής (2,98 εκ, τόνοι) με κύρια εικόνα την σχεδόν σταθερή παραγωγή από το 2000 και την θεαματική αύξηση των εισαγωγών από τρίτες χώρες με ανταγωνιστικά προϊόντα χαμηλότερου κόστους. Ενδεικτικά αναφέρεται πως το 68% της κατανάλωσης θαλασσινών στην Ε.Ε. είναι εισαγόμενο και μόλις το 10% προέρχεται από υδατοκαλλιέργειες.
Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι το 63% της εγχώριας παραγωγής αλιευτικών προϊόντων προήλθε από την υδατοκαλλιέργεια και το υπόλοιπο 37% από την ελεύθερη αλιεία. Τα ψάρια και τα προϊόντα μεταποίησης αυτών αποτελούν έναν από τους πλέον εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας συμβάλλοντας θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας καθώς υπερβαίνουν τις αντίστοιχες εισαγωγές. Αναφέρεται ότι περίπου το 78% της παραγωγής εξάγεται, ενώ το υπόλοιπο 22% πωλείται στην εγχώρια αγορά.
Όσον αφορά στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, ο ανταγωνισμός από τρίτες χώρες εξακολουθεί να γίνεται όλο και πιο έντονος, ιδίως από την Τουρκία η οποία αυξάνει διαρκώς την παραγωγή της, με αποτέλεσμα το 2016 να καταγραφεί η μεγαλύτερη διαφορά στην τιμή πώλησης μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας.
Είναι συνεπώς σημαντικό να υπάρξει μια οργανωμένη, θεσμοθετημένη και ταυτόχρονα ανοιχτή διαδικασία ανταλλαγής θέσεων, απόψεων και εμπειριών εντός και εκτός Ελλάδας. Να υπάρχει συνεχής διάλογος, να εξάγονται συγκεκριμένα συμπεράσματα και να κατατίθενται προτάσεις, ώστε να δημιουργηθεί η δυναμική την οποία χρειάζεται ο ταχύτατα αναπτυσσόμενος κλάδος για να ενσωματώσει σχεδιασμούς και στρατηγικές συμβατές με τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Αυτή η αναπτυξιακή διαδικασία θα ενισχύσει αποτελεσματικά τις προωθητικές ενέργειες, τα αιτήματα και τη συνολική θέση του κλάδου στην εθνική οικονομία.